Η ατζέντα της επίσκεψης Μπλίνκεν σε Ελλάδα και Τουρκία

Τι θα συζητήσει ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στην Αθήνα. Άνοιξε η συζήτηση για αναβολή των τουρκικών εκλογών της 14ης Μαΐου.

Των Θ. ΤΣΙΤΣΑ, Π. ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΥ, ΕΥ. ΑΡΕΤΑΙΟΥ

Ως ένα «παράθυρο» επανεκκίνησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων θεωρούν οι ΗΠΑ τη δυναμική που δημιουργεί η «διπλωματία των σεισμών» και γι’ αυτόν τον λόγο επιδιώκουν να ενθαρρύνουν τις δύο πλευρές για μια διαπραγμάτευση, μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία, η οποία θα εστιάσει στα ενεργειακά σχέδια και στο Κυπριακό, με σκοπό τη διευθέτηση των διαφορών τους στην ανατολική Μεσόγειο.

Η αμερικανική κυβέρνηση ευελπιστεί στη δρομολόγηση μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης, ενδεχομένως και με την συνδρομή της Ε.Ε, κάτι που αναμένεται να τεθεί στις επαφές που θα έχει ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στην Αθήνα.

Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, πριν αφιχθεί στην Αθήνα, μετέβη την Κυριακή στην αεροπορική βάση του Iντσιρλίκ στην Τουρκία, για να δει από κοντά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να βοηθήσουν τις τουρκικές Αρχές στην αντιμετώπιση της καταστροφής που προκλήθηκε από τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου. Κατόπιν, θα ταξιδέψει στην Αγκυρα για συναντήσεις με Τούρκους αξιωματούχους με σκοπό να συνεχίσει, με βάση την επίσημη ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «τον διάλογο για την περαιτέρω ενδυνάμωση της εταιρικής σχέσης των ΗΠΑ με την Τουρκία».

Στο Μέγαρο Μαξίμου

Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών θα φτάσει στην Αθήνα το απόγευμα, όπου θα συναντηθεί με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου. Την Τρίτη, ο Αμερικανός υπουργός θα έχει διμερή συνάντηση με τον ομόλογό του Νίκο Δένδια, κατά την οποία οι δύο υπουργοί θα εγκαινιάσουν τον Τέταρτο Στρατηγικό Διάλογο, όπου θα γίνει μια συνολική επισκόπηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Επίσης, ο Αντ. Μπλίνκεν θα συναντηθεί την Τρίτη με τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.

Στο επίκεντρο της επίσκεψης Μπλίνκεν θα βρεθούν κυρίως η συνεργασία στον τομέα της άμυνας (βάση της Αλεξανδρούπολης) και της ενεργειακής ασφάλειας (ΑΠΕ, LNG, διασύνδεση με Αίγυπτο, Κύπρο, Ισραήλ κ.ά.). Οι Αμερικανοί, καθώς επιστρέφουν ως οι στρατηγικοί ηγέτες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου που περιλαμβάνει τη βόρεια Αφρική, τη νότια Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα και την είσοδο στον διάδρομο που εκτείνεται μέσω του Καυκάσου προς την κεντρική Ασία, προωθούν μια ατζέντα θεμάτων που αφορούν κυρίως την ενεργειακή ασφάλεια, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τη σταθερότητα, που δοκιμάζεται από την παράνομη μετανάστευση.

Σύμφωνα με την υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Κάρεν Ντόνφριντ, στο τραπέζι θα τεθούν επί τάπητος, μεταξύ άλλων, όλες οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του Ουκρανικού, η ενταξιακή πορεία των δυτικών Βαλκανίων, αλλά και η θετική δυναμική που δημιουργεί ο σεισμός στη γειτονική Τουρκία. Η Ουάσιγκτον, σχεδόν από την πρώτη στιγμή, αποθέωσε την ελληνική βοήθεια και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η Αθήνα τη σεισμόπληκτη Τουρκία, με την Κ. Ντόνφριντ να επισημαίνει ιδιαίτερα τον ρόλο των δύο νατοϊκών συμμάχων, λέγοντας με νόημα: «Η Τουρκία και η Ελλάδα είναι και οι δύο πολύτιμοι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Και ξέρετε ότι οι ΗΠΑ έχουν επίσης παρουσία στο Αιγαίο. Ετσι, μας ενδιαφέρει πάντα να διασφαλίσουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο συμμάχων μας είναι όσο πιο δυνατές μπορούν να είναι».

Στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ κυριαρχεί η αισιοδοξία ότι ο φονικός σεισμός στην Τουρκία θα μπορούσε να αποδειχθεί καταλυτικός παράγοντας για τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, ώστε να αλλάξει το κλίμα μεταξύ τους και οι δύο χώρες να βαδίσουν το επόμενο διάστημα σε ήρεμα νερά και με ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας. Η άμεση αντίδραση του Αμερικανού πρέσβη στην Τουρκία Τζεφ Φλέικ με ανάρτηση του στο Twitter («Αυτό είναι υπέροχο») στην εικόνα του θερμού εναγκαλισμού Τσαβούσογλου – Δένδια στις πληγείσες από τον σεισμό περιοχές καταδεικνύει τις βαθιές επιθυμίες της αμερικανικής κυβέρνησης.

Στάση αρχής

Για τη γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η «διπλωματία των σεισμών» έχει μια θετική προϊστορία και η στάση του Ελληνα πρωθυπουργού και του ελληνικού λαού εκτιμήθηκε ως μια στάση αρχής και όχι μιας διπλωματικής ανάγκης. Το αξιοσημείωτο είναι ότι στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ελπίζουν ότι η ανθρωπιστική καταστροφή στη νοτιοανατολική Τουρκία θα μπορούσε να αλλάξει το κλίμα και στις δύσκολες αμερικανοτουρκικές σχέσεις, σε ό,τι αφορά μια σειρά δυσεπίλυτων προβλημάτων (ένταξη Σουηδίας – Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ, S-400, Κούρδοι Συρίας και ανθρώπινα δικαιώματα). Η αναθεωρητική εξωτερική πολιτική που ασκεί ο Eρντογάν έχει θέσει ένα σοβαρό δίλημμα στις ΗΠΑ για τη στάση που πρέπει να κρατήσουν απέναντι στην Τουρκία. Από τη μία θέλουν να την εξοπλίσουν με F-16 και πακέτα αναβάθμισης των υπαρχόντων αεροσκαφών της, από την άλλη το Κογκρέσο έχει θέσει επί τάπητος το πόσο ακόμη οι ΗΠΑ θα ανεχθούν την αυξανόμενη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα και την εμπρηστική συμπεριφορά που επιδεικνύει η Αγκυρα στη γειτονιά της.

Στην παρούσα φάση -και ειδικότερα μετά τον φονικό σεισμό στην Τουρκία- ούτε η Ουάσιγκτον ούτε οι Βρυξέλλες ενδιαφέρονται για μια σύγκρουση με την Τουρκία. Σύμφωνα με διπλωματική πηγή, η κυβέρνηση Μπάιντεν αρέσκεται στο να διαχειρίζεται κρίσεις και όχι να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. «Οπότε, η αμερικανική κυβέρνηση επιλέγει να δώσει χώρο και χρόνο στον Ερντογάν, σιωπά και ελπίζει ότι η διάθεσή του θα αλλάξει ξανά μετά τις εκλογές», σύμφωνα με την ίδια πηγή.

Η διπλωματία μετά τα φονικά Ρίχτερ

Ένα νέο πλαίσιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά τη βιβλική καταστροφή που έπληξε τη γειτονική χώρα, επιδιώκει η Αθήνα. Σε συνέντευξή του την περασμένη Πέμπτη στην ΕΡΤ, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την άποψη ότι «υπό προϋποθέσεις, ο σεισμός αυτός, μέσα από την ανείπωτη καταστροφή που προξένησε, θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά και του επαναπροσδιορισμού των σχέσεων Τουρκίας και Δύσης συνολικά». Προσέθεσε, πάντως, ότι «αυτό είναι κάτι το οποίο εναπόκειται στην τουρκική ηγεσία».

Στο Μαξίμου αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη την προσδοκία για μεταστροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και δεν πιστεύουν ότι θα ακυρωθεί άμεσα ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Θεωρούν, ωστόσο, θετικό ότι δημιουργήθηκε ένα κλίμα ψυχολογικής ταύτισης μεταξύ των δύο λαών, το οποίο θέλουν να αξιοποιήσουν. Στην ίδια συνέντευξη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιέγραψε το πλαίσιο των επόμενων κινήσεων της κυβέρνησης απέναντι στην Τουρκία, λέγοντας ότι η χώρα μας θέλει ενεργό ρόλο στη διάσκεψη των δωρητών και ότι «θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας να βοηθήσουμε τον τουρκικό λαό και την Τουρκία να ορθοποδήσει και να πατήσει στα πόδια της. Είναι και προς όφελος του εθνικού μας συμφέροντος». Αφησε, μάλιστα, ανοιχτό το ενδεχόμενο συνάντησης με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία, εφόσον και οι δύο επανεκλεγούν.

Όπως λένε, πάντως, χαρακτηριστικά συνεργάτες του πρωθυπουργού, η Ελλάδα θα κινηθεί σε αυτό το πλαίσιο γιατί η αποκλιμάκωση της έντασης είναι προς το συμφέρον μας, ωστόσο είναι πολύ πρώιμη η προσδοκία για βελτίωση των διμερών σχέσεων. Θα πρέπει πρώτα η Τουρκία να δώσει δείγματα γραφής και να αποσαφηνιστεί αν ο Ερντογάν θα επιβιώσει πολιτικά από αυτό το πλήγμα. Ακόμα το υπό διαμόρφωση τοπίο στα ελληνοτουρκικά παραμένει θολό. Προσπαθώντας να διερευνήσει την επόμενη ημέρα των σεισμών για την Τουρκία και την Ελλάδα, η Realnews απευθύνθηκε σε ειδικούς, στον καθηγητή Σωτήριο Ρούσσο και στους διεθνολόγους Αθανάσιο Δρούγο και Σάββα Καλεντερίδη, τις εκτιμήσεις των οποίων για τις «μετασεισμικές» ελληνοτουρκικές σχέσεις παραθέτει στις σελίδες της.

Οι «μετασεισμικές» ελληνοτουρκικές σχέσεις

Το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσε ο σεισμός στην Τουρκία και στη Συρία αλλάζει άρδην τους όρους των συγκρούσεων και των συμμαχιών στη συγκεκριμένη συγκυρία. Πρώτα από όλα, αλλάζει τους όρους της προεκλογικής μάχης στην Τουρκία. Δημιουργεί συνθήκες αναβολής των εκλογών, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση συμφέρουν μάλλον τον Ερντογάν. Δεύτερον, η ομόθυμη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας από τη διεθνή κοινότητα αφαιρεί από τον Ερντογάν τη δυνατότητα να διατηρεί στο κέντρο της προεκλογικής εκστρατείας του τον αντιδυτικό λόγο και ως εκ τούτου και τη ρητορική εναντίον της Ελλάδας. Από την πλευρά τους, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν, λόγω της τραγικής κατάστασης που επικρατεί στην Τουρκία, να είναι -τουλάχιστον δημόσια- ιδιαίτερα πιεστικές και σκληρές απέναντι στην Αγκυρα. Η κατάσταση θα αυξήσει έτσι το περιθώριο ελιγμών στην Τουρκία. Θα πρέπει, όμως, να παρατηρήσουμε ότι μόνο η Ισπανία από τις χώρες της Ε.Ε. ήταν ανάμεσα στις πέντε χώρες με τις μεγαλύτερες ομάδες διασωστών. Οι άλλες ήταν το Αζερμπαϊτζάν, η Κίνα, το Ισραήλ και η Ρωσία.

Την ίδια στιγμή, ο καταστροφικός σεισμός και η αλληλεγγύη που έδειξαν χώρες με σημαντικά προβλήματα με την Τουρκία, όπως η Ελλάδα, το Ισραήλ και η Αρμενία, βελτίωσε το κλίμα στις σχέσεις των χωρών αυτών με την Αγκυρα. Ιδιαίτερα η σημαντική ισραηλινή συνδρομή θα επιταχύνει την προσέγγιση των δύο χωρών. Αλλωστε, είναι αναμενόμενο η Τουρκία να απέχει τουλάχιστον για κάποιο διάστημα από τυχοδιωκτικές κινήσεις στο εξωτερικό. Αυτό δεν σημαίνει αλλαγή της στάσης της Τουρκίας στα θέματα που θεωρεί κεντρικά για την εθνική ασφάλειά της, όπως άλλωστε φαίνεται από την αρνητική στάση της στην προσφορά βοήθειας από την Κύπρο και από τις αυτόνομες κουρδικές περιοχές της Συρίας.

Σε αυτό το πλαίσιο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώνονται σαφώς, όσον τουλάχιστον αφορά την τουρκική ρητορική. Διανοίγονται έτσι κάποιες προοπτικές για μείωση και των προκλητικών ενεργειών από πλευράς Τουρκίας, χωρίς βέβαια να αναμένεται ο πλήρης τερματισμός τους, ούτε για μικρό χρονικό διάστημα.

Σημαντική θα ήταν μια πρωτοβουλία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση για έκτακτη οικονομική βοήθεια και προς τις δύο χώρες και για ένα ευρωπαϊκό σχέδιο ενίσχυσης της ανοικοδόμησης στις περιοχές που επλήγησαν. Ολα αυτά τα βήματα θα μπορούσαν, τέλος, να οδηγήσουν σε έναν συλλογικό μηχανισμό πολιτικής προστασίας για όλη την ανατολική Μεσόγειο. Αν κανείς ρίξει μια ματιά στα ρήγματα της ανατολικής Μεσογείου, θα κατανοήσει πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη για την οικοδόμηση ενός τέτοιου μηχανισμού που θα περιλαμβάνει όλες τις χώρες στην περιοχή μας. Ο μηχανισμός αυτός μπορεί να αποτελέσει και μια αρχή για διαμόρφωση ενός συλλογικού δικτύου περιφερειακής ασφάλειας στα χνάρια της πρωτοβουλίας των συναντήσεων της Ρόδου για τη συλλογική ασφάλεια στη Μεσόγειο, κατά την περίοδο 2015-2018. Ουσιαστικά, ο σεισμός δεν θα αλλάξει τις θέσεις των δύο χωρών, αλλά θα παγώσει την κατάσταση, δίνοντας πολύτιμο χρόνο και στις δύο πλευρές να ασχοληθούν με τις εκλογικές τους διαδικασίες χωρίς να δηλητηριάζονται από επιθετικές δηλώσεις, εργαλειοποίηση της έξωθεν απειλής και «πατριωτική» πλειοδοσία.

Θα κριθούν πολλά στο εσωτερικό της Τουρκίας

Η μετασεισμική κατάσταση στην Τουρκία είναι έντονα προβληματική και ομιχλώδης αναφορικά με τα κρίσιμα εσωτερικά θέματα της χώρας, αλλά και με τυχόν διαφοροποιήσεις στους μέχρι τώρα παροξυσμικούς ερντογανικούς προσανατολισμούς στον περιφερειακό ως και στον ευρύτερο διεθνή ορίζοντα. Αρκετές εκτιμήσεις για τα όποια προσεχή βήματα της Άγκυρας είναι παρακινδυνευμένες, αν και οι πιο πολλές συγκλίνουν στο ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η ημερομηνία της 14ης Μαΐου για τη διεξαγωγή των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών. Είναι πολύ σημαντικό να δούμε ποιος θα είναι ο τελικός επίσημος απολογισμός των θυμάτων του διπλού φονικού και καταστροφικού σεισμού (που αναμένεται να είναι τραγικός), γιατί θα παίξει ρόλο στις όποιες προεδρικές αποφάσεις (ειδικά αν υπερβεί συγκεκριμένα όρια) και προς τα πού θα επιρρίψει τις ευθύνες το καθεστώς Ερντογάν.

Επίσης, είναι ουσιώδους σημασίας ότι είτε στην καθορισθείσα ημερομηνία ή και ακόμα και στις 18 Ιουνίου (απώτατο χρονικό όριο) οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές διαστάσεις της τραγωδίας δεν παρέχουν εύκολη διέξοδο για τον Ερντογάν, αφού στις δέκα έντονα πληγείσες περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας από κάθε πλευρά η κατάσταση θα είναι έντονα προβληματική (έχουν καταστραφεί αρχεία, αρκετά δημόσια κτίρια, εκλογικοί κατάλογοι, ενώ υπολογίσιμος πληθυσμός/ψηφοφόροι έχουν μετακινηθεί σε άλλες, μη πληγείσες επαρχίες της χώρας. Μη λησμονούμε ότι οι δέκα περιοχές (Αδανα, Γκαζιαντέμπ, Οσμανίγιε, Χατάι κ.ά.) αριθμούν περί το 13%-14% του συνολικού πληθυσμού της Τουρκίας, και σε αυτές -ως επί το πλείστον- κομματικά κυριαρχούν οι κουρδικές ψήφοι, αλλά και σε αρκετά υπολογίσιμα ποσοστά το κυβερνών κόμμα AKP. Αρα, υπάρχουν αρκετές δεύτερες σκέψεις, ενώ δεν αποκλείεται η παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης (χρονικά). Δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση που αν ο Ερντογάν δει ότι χειροτερεύει δραματικά στο εσωτερικό, τότε να «οπλοποιήσει» περισσότερο τους σκληροπυρηνικούς του AKP Σουλεϊμάν Σοϊλού, Ομέρ Τσελίκ, αλλά και τη στρατοχωροφυλακή (με έκτακτες αρμοδιότητες, αν και δεν τον συμφέρει).

Πάντως, το τουρκικό Σύνταγμα προβλέπει παράταση της διεξαγωγής εκλογών για έναν χρόνο μόνο στην περίπτωση πολεμικής εμπλοκής της Τουρκίας, κάτι που αποκλείεται, αφού λόγω των τραγικών επιπτώσεων των χτυπημάτων του Εγκέλαδου, όλα τα γειτονικά κράτη έχουν προστρέξει σε ανθρωπιστική και ευρύτερη υποστήριξη της Αγκυρας και παρουσιάζουν βελτίωση οι διμερείς σχέσεις της με γειτονικά κράτη, ενώ -πέραν της χώρας μας- έχουν βελτιωθεί πολύ οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και την Αρμενία (πολύ πρόσφατες οι επισκέψεις των ΥΠΕΞ των δύο κρατών), αφού ανοίγονται «παράθυρα ευκαιριών».

Καθοριστικής σημασίας για την ευρύτερη στάση της Τουρκίας σε διεθνή ζητήματα θα είναι η πρόσφατη επίσκεψη του Νορβηγού γ.γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ στην Αγκυρα και στη σεισμόπληκτη ζώνη, όπου ασκήθηκαν εκ νέου έντονες πιέσεις, φανερά και παρασκηνιακά, για την άμεση ένταξη του σκανδιναβικού διδύμου (τουλάχιστον για το τυπικό) στην Ατλαντική Συμμαχία. Ο ανώτατος αξιωματούχος του ΝΑΤΟ είπε ότι η Σουηδία και η Φινλανδία έχουν ήδη κάνει πάρα πολλά με βάση το Μνημόνιο της Μαδρίτης του Ιουνίου του 2022, απέναντι στις απαιτήσεις της Τουρκίας, και ο υπογράφων εκτιμά ότι λόγω επικείμενων σοβαρότατων και δραματικών εξελίξεων στο μέτωπο της Ουκρανίας δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο η περίπτωση της ένταξης της Σουηδίας.

Επίσης, ιδιαίτερα σημαντική, αναφορικά με το πώς θα αξιολογηθεί και θα κινηθεί προσεχώς η Τουρκία, είναι η αυριανή επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠΕΞ Αντονι Μπλίνκεν στην Τουρκία, μετά τη Γερμανία (Μόναχο) και πριν έρθει στην Αθήνα. Ο κορυφαίος διπλωμάτης των ΗΠΑ αναμένεται να συζητήσει όλα τα διμερή και περιφερειακά ζητήματα και ασφαλώς θα δούμε προς τα πού θα κινηθεί -εν μέσω βαρύτατης και ιδιαίτερα αρνητικής εσωτερικής ατζέντας- η πολιτική ηγεσία της Αγκυρας. Συμπερασματικά, η κατάσταση είναι πολύπλοκη και η δύσκολη θέση που βρίσκεται ο Ερντογάν θα καθορίσει πολλά, με όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά…

Το δις εξαμαρτείν…

Το 1999, μετά τον καταστροφικό σεισμό στην περιοχή της Βιθυνίας, ξεκίνησε μια διαδικασία προσέγγισης της Ελλάδας με την Τουρκία, που ονομάστηκε «διπλωματία των σεισμών».

Το 2023, και πάλι μετά από έναν καταστροφικό σεισμό που έπληξε τις ιστορικές περιοχές της Κιλικίας και της Μεσοποταμίας, υπάρχουν κινήσεις που οδηγούν στην επανάληψη του διπλωματικού εγχειρήματος του 1999.

Μόνο που τη φορά αυτή η κατάσταση που επικρατεί είναι αρκετά διαφορετική. Τότε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες είχαν ένα σχέδιο προσέλκυσης ή, για την ακρίβεια, εφελκυσμού της Τουρκίας προς τη Δύση και ο σεισμός χρησιμοποιήθηκε ως μια «ευκαιρία» για την υλοποίηση αυτού του σκοπού. Τότε, η προσέγγιση της Ελλάδας με την Τουρκία διευκολύνθηκε από αυτή την τάση, λειτουργώντας στην ουσία συμπληρωματικά. Επίσης, τότε υπήρχαν ισχυρές τάσεις και μέσα στην Τουρκία, που υποστήριζαν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.

Τότε, ο στόχος του ευρωπαϊκού προσανατολισμού επιτεύχθηκε, η Τουρκία έστω και μετ’ εμποδίων υπέγραψε τη Συμφωνία του Ελσίνκι, με την οποία έλαβε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας, ενώ η ελληνική πλευρά, ως αποτέλεσμα και της «διπλωματίας των σεισμών», δεν έθεσε βέτο.

Η Ελλάδα, με την κίνησή της εκείνη, φιλοδοξούσε να καταστήσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την Τουρκία «ευρωπαϊκά».

Εχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί πολλά για τη συγκεκριμένη στρατηγική. Πάντως, όπως απέδειξε η ίδια η Ιστορία, ούτε οι Βρυξέλλες είχαν τη βούληση αλλά και την οργανωτική δομή για να πειθαναγκάσουν την Τουρκία, ούτε η γραφειοκρατία της Αγκυρας είχε σκοπό να «θυσιάσει» τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας, για να κάνει μερικά βήματα προς τις Βρυξέλλες.

Ας δούμε, όμως, τι επιχειρείται τώρα, με το τηλεφώνημα του κ. Μητσοτάκη προς τον κ. Ερντογάν και τον εναγκαλισμό Δένδια – Τσαβούσογλου. Κατ’ αρχάς, δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει κάποια στρατηγική ή απλώς η Αθήνα εξυπηρετεί και πάλι σκοπούς της Δύσης.

Πάντως, τώρα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική, τουλάχιστον όσον αφορά την Τουρκία. Τότε, το 1999, υπήρχαν ισχυρές τάσεις και στις Βρυξέλλες και στην Αγκυρα οι οποίες στήριζαν την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Τώρα, το 2023, είναι ζήτημα αν υπάρχουν γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες ή ηγέτες στην Ε.Ε. που πιστεύουν ότι η Τουρκία έχει θέση στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Η Τουρκία του Ερντογάν έχει πάρει τον δικό της ιδιαίτερο δρόμο, μιας χώρας που έχει ως «όραμα» να ηγηθεί του μουσουλμανικού και του λεγόμενου τουρκικού κόσμου, να εκμεταλλευτεί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των κρατών αυτών και να γίνει παγκόσμια οικονομική και πολιτική δύναμη. Και αυτή η Τουρκία δεν «χωράει» στην Ευρώπη. Με μια τέτοια Τουρκία θα ήταν πολιτικά ανόητο, αν όχι αυτοκτονικό, να αποπειραθεί κανείς να επαναλάβει το ούτως ή άλλως αποτυχημένο, όπως αποδείχτηκε, εγχείρημα του 1999.

Αλλωστε, κανείς δεν διαφωνεί ότι η Ιστορία πρέπει να μας διδάσκει. Ιδού λοιπόν η Ιστορία. Αρκεί να υπάρχουν καλοί «μαθητές» να τη διαβάσουν σωστά και να μη διαβάζουν -εκ λάθους, πιστεύω- ιστορίες άλλων.

Υστερόγραφο: Αλήθεια, τι ήταν αυτό που εμπόδισε τον κ. Μητσοτάκη να τηλεφωνήσει στον Πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Ασαντ, όπως έπραξε με τον κ. Ερντογάν, ο οποίος, σημειωτέον, τον έβριζε προσωπικά και απειλούσε την Ελλάδα; Ο πόνος του Ερντογάν ήταν μεγαλύτερος από τον πόνο του Ασαντ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, τρέφει τα καλύτερα αισθήματα για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό;.

Οι κάλπες απομακρύνονται!

Άνοιξε η συζήτηση για την αναβολή των τουρκικών εκλογών της 14ης Μαΐου, ενώ οργιάζουν οι φήμες ότι ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να τις μεταθέσει για μετά το καλοκαίρι

Η διεξαγωγή των εκλογών αναδεικνύεται ως ένα από τα κρισιμότερα ερωτήματα της επόμενης ημέρας για την Τουρκία μετά τους φονικούς σεισμούς, καθώς όλα δείχνουν ότι η διεξαγωγή τους στις 14 Μαΐου είναι πολύ δύσκολη, ενώ οργιάζουν οι φήμες ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα προσπαθήσει να τις αναβάλει για μετά το καλοκαίρι. Αφορμή για τις εικασίες αυτές ήταν η δημόσια τοποθέτηση του Μπουλέντ Αρίντς, ιδρυτικού μέλους του ΑΚΡ, ο οποίος υπαινίχθηκε ανάγκη αναβολής των εκλογών και διεξαγωγή τους τον Νοέμβριο του 2023 ή ακόμα και το 2024. Σε αυτό το ενδεχόμενο αντιδρά, πάντως, έντονα η αντιπολίτευση. Τόσο ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) όσο και η Μεράλ Ακσενέρ του Καλού Κόμματος (ΙΥΙ) επιμένουν ότι η διεξαγωγή των εκλογών δεν μπορεί να αναβληθεί πέραν της 18ης Ιουνίου, της ημερομηνίας κατά την οποία, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, λήγει η θητεία της κυβέρνησης και του Προέδρου.

Στους κόλπους της αντιπολίτευσης αναφέρουν ότι μια αναβολή των εκλογών μετά τις 18 Ιουνίου συνιστά συνταγματικό πραξικόπημα. Το άρθρο 78 του Συντάγματος προβλέπει αναβολή των εκλογών λόγω πολέμου αλλά όχι λόγω φυσικών καταστροφών και η αντιπολίτευση δείχνει αποφασισμένη να μην «καταπιεί» τέτοια αναβολή. Ωστόσο, όπως αναφέρουν πολιτικοί αναλυτές στην Τουρκία, πρακτικά, η αντιπολίτευση δεν έχει καμία δυνατότητα να αντιδράσει θεσμικά. Σύμφωνα με γνώστες των συνταγματικών διαδικασιών στη γειτονική χώρα, η μόνη περίπτωση να αναβληθούν οι εκλογές πέραν της 18ης Ιουνίου είναι να αποφανθεί σχετικά το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο, λέγοντας ότι δεν μπορεί να διοργανώσει εκλογές νωρίτερα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το Συμβούλιο αυτό ελέγχεται από τον Ερντογάν, πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο και να αναβάλει τις εκλογές. Αν αποφασίσει έτσι το Συμβούλιο, η αντιπολίτευση δεν μπορεί να κάνει τίποτε.

Ωστόσο, οι απόψεις των συνομιλητών της Realnews στην Τουρκία διίστανται, καθώς ορισμένοι εκτιμούν ότι μια αναβολή των εκλογών πέραν της 18ης Ιουνίου ίσως είναι πολύ μεγάλο πολιτικό ρίσκο για τον Τούρκο Πρόεδρο, διότι οι πολιτικές αλλά και κοινωνικές αντιδράσεις ενδέχεται να έχουν αρνητικό αποτέλεσμα, όπως είχε η επανάληψη των δημοτικών εκλογών στην Κωνσταντινούπολη το 2019. Θεωρούν ότι οι προκλήσεις για την οικονομία μετά τους σεισμούς αλλά και η δυσφορία και οι επικρίσεις που δέχεται η κυβέρνηση ίσως αναγκάσουν τον Ερντογάν να πάει σε εκλογές μέχρι τις 18 Ιουνίου. Σε κάθε περίπτωση, η ζημιά στην Τουρκία είναι τεράστια. Σύμφωνα με έκθεση της Τουρκικής Συνομοσπονδίας Επιχειρήσεων (TURKONFED), o επιχειρηματικός κόσμος υπολογίζει 72.000 θύματα και ζημιές 84 δισ. δολαρίων. Η TURKONFED εκτιμά ότι συνολικά 13,3 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 15,7% του συνολικού πληθυσμού της Τουρκίας, ζουν στις επαρχίες που κηρύχθηκαν ως ζώνες καταστροφών. Ενώ η πληθυσμιακή πυκνότητα στην Τουρκία είναι 110, η αναλογία αυτή είναι 151 στη ζώνη καταστροφής. Εν τω μεταξύ, η δυσφορία στην Τουρκία συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, με αναλυτές να κάνουν λόγο για «καταστροφή και ανευθυνότητα του αιώνα» Η ανθρώπινη «αμέλεια και ανευθυνότητα» αναδεικνύεται από τα αντιπολιτευόμενα (και όχι μόνο) μέσα ενημέρωσης, που έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι σε έναν συγκεκριμένο δήμο της Αντιόχειας πολλά κτίρια δεν κατέρρευσαν, προφανώς διότι είχαν εφαρμοστεί κατά γράμμα οι αντισεισμικοί και οικοδομικοί κανόνες.

Μιλώντας στον τουρκικό Τύπο, ο δήμαρχος της περιοχής Οκές Ελμάσογλου είπε ότι «δεν έχουμε συντρίμμια. Δεν έχουμε τραυματισμούς ή απώλειες ζωών λόγω του σεισμού» και εξήγησε ότι κατά την περίοδο της θητείας του έκανε τα πάντα για να επιβάλλονται οι υφιστάμενοι κανόνες.

Η κυβέρνηση προχώρησε άμεσα σε μαζικές συλλήψεις εργολάβων και κατασκευαστών κτιρίων που κατέρρευσαν αλλά τα ερωτήματα παραμένουν εφιαλτικά. Ενα από αυτά είναι ο φόρος σεισμού, που, μετά τους σεισμούς του 1999, εισήχθη προσωρινά για την αντιστάθμιση των οικονομικών ζημιών, αλλά αργότερα έγινε μόνιμος. Μεταξύ 1999 και 2022 εισπράχθηκαν περίπου 4,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, οι φόροι αυτοί δεν δαπανήθηκαν μόνο για τον σεισμό, αλλά και για διπλούς δρόμους και αεροδρόμια, στο πλαίσιο της «ενότητας του υπουργείου Οικονομικών».

Ένα άλλο ερώτημα είναι η «κατασκευαστική αμνηστία», με την πιο πρόσφατη το 2018, σύμφωνα με την οποία οι ιδιοκτήτες κτιρίων μπορούσαν να πληρώσουν ένα πρόστιμο και να νομιμοποιήσουν κτίρια που αποδείχθηκαν εξαιρετικά επικίνδυνα.

Μιλώντας στο BBC, η Πελίν Πινάρ Γκιρτσίογλου, επικεφαλής του παραρτήματος της Ενωσης Επιμελητηρίων Τούρκων Μηχανικών, Αρχιτεκτόνων και Πολεοδόμων στην Κωνσταντινούπολη, τόνισε ότι τέτοια «κατασκευαστική αμνηστία» είχε χορηγηθεί σε έως και 75.000 κτίρια στη ζώνη καταστροφής στη νότια Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση, διάχυτη είναι η αίσθηση σε ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας πως, μαζί με τα κτίρια που κατέρρευσαν, «κατέρρευσε» και το κράτος. «Devlet yok» (δεν υπάρχει κράτος) είναι μια φράση που βλέπει κανείς συνέχεια τις τελευταίες ημέρες τόσο σε άρθρα και αναλύσεις όσο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια φράση που σοκάρει, καθώς στη συλλογική πολιτική συνείδηση των Τούρκων πολιτών το κράτος είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της χώρας και του έθνους.

Έτσι, μαζί με τις μετατοπίσεις των γεωλογικών τεκτονικών πλακών και σε συνδυασμό με την απουσία του κράτους μετατοπίζονται και οι τεκτονικές πλάκες στην κοινωνία και στην πολιτική. Οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές χάνουν τα χρώματά τους, οι ταυτότητες υποχωρούν μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και στο μέγεθος της καταστροφής. Ο Κ. Κιλιτσντάρογλου επισκέφθηκε το Ντιγιαρμπακίρ, συναντήθηκε με τη συμπρόεδρο του HDP Περβίν Μπουλντάν και έκαναν κοινές δηλώσεις. Πρόκειται για εικόνες που πριν από τον σεισμό θα ήταν αδιανόητες.